δυσαπόκριτος

δυσαπόκριτος
-η, -ο (ΑΜ δυσαπόκριτος, -ον)
αυτός που είναι δύσκολο να απαντηθεί («δυσαπόκριτον ἐρωτᾱς», Λουκ.)
αρχ.
αυτός που απαντά με δυσκολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δυσαποκρίτως — δυσαποκρί̱τως , δυσαπόκριτος hard to answer adverbial δυσαποκρί̱τως , δυσαπόκριτος hard to answer masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαποκρίτους — δυσαποκρί̱τους , δυσαπόκριτος hard to answer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”